Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Ο χωριάτης Έλληνας

O Ελληνας και το χωριό του
από το έθνος
Κάποτε ήταν η αστυφιλία και η αστικοποίηση. Σήμερα ο μεγάλος γυρισμός σε αυτό που τα πανεπιστημιακά πτυχία γράφουν «ορμώμενος/η» δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, αλλά όλο και περισσότεροι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους το χωριό τους, ως διέξοδο και διαφυγή από την απάνθρωπη πίεση της πόλης.

Ανέκαθεν παρατηρούνταν εσωτερικές μετακινήσεις στην Ελλάδα, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όμως, άρχισε η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου και η εγκατάλειψη των χωριών. Ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε στα αστικά κέντρα και την αγροτική κουλτούρα διαδέχθηκε η καταναλωτική.

Η αντιπαροχή, τα αυθαίρετα και η ανωνυμία της πόλης έδωσαν την ευκαιρία στα «πληγωμένα» κοινωνικά στρώματα της μεταεμφυλιακής Ελλάδας να βρουν δουλειά και να στεγάσουν τα όνειρα ενός περισσότερο αισιόδοξου μέλλοντος, απαλλαγμένα από τα «βαρίδια» του παρελθόντος. Έτσι, οι μεγάλες πόλεις κυριάρχησαν ως πρότυπο ζωής και επεκτάθηκαν σε κάθε νομό, σε κάθε σημείο της χώρας. Κάποιοι νομοί αντιστάθηκαν. Πρόκειται κυρίως για ορεινές περιοχές, όπως η Ευρυτανία, η Φωκίδα, η Θεσπρωτία, η Αρκαδία, η Λακωνία, η Φλώρινα και νησιωτικές όπως η Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά, η Λευκάδα, η Κέρκυρα και οι Κυκλάδες που συγκεντρώνουν μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού τους (πάνω από το 60%) σε χωριά, δηλαδή σε οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων. Είναι οι περιοχές με την πιο μεγάλη αντίσταση στην αστικοποίηση εδώ και 50 και πλέον χρόνια, τα μέρη εκείνα όπου η έννοια «χωριό» δεν έχει ξεθωριάσει.

Από πολλά χωριά...
Κάνοντας λόγο για «χωριά», αναφερόμαστε στους μικρούς οικισμούς που είναι διάσπαρτοι στην ηπειρωτική και τη νησιωτική χώρα. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ορίζει ως αγροτική (δηλαδή χωριό) την περιοχή όπου ο οικισμός έχει πληθυσμό μικρότερο των 2.000 κατοίκων.

Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 2001 υπάρχουν περίπου 13.000 τέτοιοι οικισμοί, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πάνω από το 28% του πληθυσμού της Ελλάδας (3.000.000 περίπου κατοίκους). Αν και κάποιοι από τους οικισμούς αυτούς ανήκουν σε πολεοδομικά συγκροτήματα -άρα δεν αποτελούν χωριά-, ο συνολικός αριθμός των χωριών στην Ελλάδα είναι αρκετά μεγάλος, όπως αντίστοιχα μεγάλος είναι σε ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια γεωγραφικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, λ.χ. Γαλλία, Ιταλία. Η ίδια η έννοια του χωριού είναι περισσότερο πολιτισμική, παρά γεωγραφική, διότι αντανακλά το πρότυπο μιας οικιστικής οργάνωσης και ενός προτύπου που είναι περισσότερο κοντά στην παράδοση, τη φύση, τα ήθη και τα έθιμα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.

Η διοικητική αλλαγή που συντελέστηκε το 1997 με το σχέδιο συνένωσης των δήμων και κοινοτήτων της χώρας («Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης») είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν δραστικά οι δήμοι και οι κοινότητες της Ελλάδας -από 6000 περίπου που ήταν το 1991, σε κάτι περισσότερο από 1000 το 2001- και τα χωριά να χάσουν τη διοικητική τους αυτοτέλεια. Ωστόσο, «κρατούν» ακόμη γερά είτε ως τόπος διακοπών είτε, τα τελευταία χρόνια, ως εναλλακτική πρόταση μόνιμης διαμονής.

Ταυτότητα σε αναζήτηση
Για τις ανάγκες της έρευνας απευθυνθήκαμε σε έναν «επιστήμονα της υπαίθρου». Ο Απόστολος Παπαδόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστήμιου, με γνωστικό αντικείμενο τη γεωγραφική και κοινωνική ανάλυση του αγροτικού χώρου. Ο καθηγητής κάνει λόγο για επαναφορά της υπαίθρου ως στόχου της αειφόρου ανάπτυξης και νέο πρότυπο ζωής.

«Το χωριό αποτελεί πλέον κοινωνικό σύμβολο που συνδέεται με μια υψηλή ποιότητα ζωής και όπου η πρόσβαση στα περιβαλλοντικά αγαθά είναι συστατικό αυτής της ποιότητας», σημειώνει χαρακτηριστικά. Συνεχίζουμε και τον ρωτάμε τι σημαίνει για την κουλτούρα του Έλληνα το χωριό. Μας απαντάει ότι για ορισμένους που προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές της υπαίθρου (π.χ. Κρήτη, Μάνη, Νάξο κ.ά.) η διατήρηση του δεσμού και η στενή επαφή με το χωριό εντάσσεται στο πλαίσιο της διατήρησης της πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας και της ενδυνάμωσης της ταυτότητας τους. Σαν ένα από τα πρίσματα μέσα από τα οποία ορίζεται η ύπαρξη του καθενός, το από πού έρχεται και το που πηγαίνει.

«Σε αυτό παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο τα εκτεταμένα συγγενικά δίκτυα τα οποία, όπου υπάρχουν ακόμη, εξασφαλίζουν τη συνέχιση του δεσίματος με τον τόπο καταγωγής», προσθέτει. Την ίδια ώρα, οι Έλληνες αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους σε διαφορετικές τοπικές κοινωνίες (της πόλης και του χωριού) και ενεργοποιούνται ανάλογα με το αν πιστεύουν ότι μπορούν να επηρεάσουν την πορεία των πραγμάτων. «Αυτή η αίσθηση είναι πιο έντονη στο χωριό παρά στην πόλη», εξηγεί ο καθηγητής της «υπαίθρου» και μας υπενθυμίζει τη φράση «πρώτος στο χωριό, τελευταίος στην πόλη», για να αντιληφθούμε καλύτερα τις διαφορές.

Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος αντιτείναμε. Γιατί από την άλλη, δημοφιλής στη χώρα μας είναι και η φράση «τον αέρα του πρωτευουσιάνου δεν τον έχει ο χωριάτης». Πώς λοιπόν προσδιορίζεται η κοινωνική ταυτότητα του Έλληνα ανάλογα με το αν η καταγωγή του είναι από κάποιο χωριό -όπως οι περισσότεροι- ή είναι γέννημα θρέμμα μιας μεγάλης αστικής πόλης; Αυτή ήταν και η επόμενη ερώτησή μας. Ποιος είναι τελικά, αυτός ο περίφημος «επαρχιώτης στην Αθήνα»; Ο Α. Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι η κοινωνική ταυτότητα των Ελλήνων που έχουν αγροτική καταγωγή και δεσμούς με το χωριό είναι σαφώς περισσότερο λαϊκή σε σχέση με αυτή των Ελλήνων που είναι γέννημα - θρέμμα μιας πόλης. Για τους δεύτερους η απόκτηση τόπου εξοχικής κατοικίας σε ένα χωριό είναι δείγμα υψηλής κοινωνικής θέσης -ιδιαίτερα αν η εξοχική κατοικία βρίσκεται σε ακριβή περιοχή ή περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.

Επιστροφή στις ρίζες
Η εικόνα και πολλές φορές και η μνήμη της υπαίθρου και των στενών ανθρώπινων σχέσεων που μπορούν να δημιουργηθούν σε ένα χωριό λόγω του μικρού πληθυσμού του, σε αντιπαράθεση με την αχανή πληθυσμιακά εικόνα των πολυκατοικιών των μεγάλων πόλεων ωθεί τους Έλληνες σε επιστροφή στις «ρίζες» τους. Η τάση είναι αυξανόμενη. Ακόμη και Έλληνες των μεγάλων πληθυσμιακά πόλεων που είναι γέννημα - θρέμμα τους, γυρίζουν στον τόπο καταγωγής των γονιών τους, αναζητώντας έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, έστω για τις ημέρες που δεν είναι «αναγκασμένοι» να παραμένουν στις μεγάλες πόλεις λόγω της εργασίας τους. Στην επιστροφή αυτή βοήθησε ιδιαίτερα η παρουσία των οικονομικών μεταναστών που επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες να επανασυνδεθούν με την ύπαιθρο, καθώς η φθηνή και διαθέσιμη εργασία των πρώτων ώθησε στην επιδιόρθωση ή στην ανοικοδόμηση των πατρικών σπιτιών ή των νέων κατοικιών, στη συντήρηση των κήπων και στην επαναξιοποίηση πολλών πατρογονικών χωραφιών.

Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο Α. Παπαδόπουλος, αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι και εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα εγκαταλείπουν τα μεγάλα αστικά κέντρα, για περιοχές της υπαίθρου. «Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να διαπιστωθεί πόσο σημαντική είναι η τάση αυτή, υπάρχουν όμως σαφείς ενδείξεις από τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής (2001) και από επιτόπιες έρευνες στον αγροτικό χώρο ότι κάτι τέτοιο υφίσταται», διευκρινίζει.

«Αυτοί που επιστρέφουν συνήθως επιλέγουν περιαστικές περιοχές (προνομιούχα χωριά, δηλαδή, λόγω της εγγύτητάς τους με αστικά κέντρα), ιδιαίτερα όταν έχουν οικογένεια και παιδιά. Πιστεύω ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί και θα ενταθεί δεδομένου του γεγονότος ότι η επιστροφή στην ύπαιθρο λαμβάνει διαστάσεις ιδεολογικές. Τα πιο μορφωμένα κοινωνικά στρώματα επιδιώκουν καλύτερη ποιότητα ζωής μέσω της κατοίκησης σε μικρότερους οικισμούς, που όμως έχουν πρόσβαση στις σύγχρονες υπηρεσίες και τις υποδομές», επισημαίνει.

έχει και συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: