Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Ν 3 στον κόσμο η Ελλάδα στις εισαγωγές όπλων

STRATEGY-GEOPOLITICS.blogspot.com
Κατά 8% υποχώρησαν οι παγκόσμιες διακινήσεις όπλων μέσα στο 2007, εντούτοις ισχνές είναι οι ενδείξεις πως θα υπάρξει μία μακροπρόθεσμη ύφεση στον οπλικό τομέα, εκτιμά το Διεθνές Κέντρο Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI). Τέταρτη παγκοσμίως η Ελλάδα (ποσοστό 6%) στις εισαγωγές οπλικών συστημάτων στην περίοδο 2003-2007, και ένατη η Τουρκία (3%). Δύο θέσεις «ανεβαίνει» η χώρα μας στην παγκόσμια κατάταξη καθώς ήταν 6η την περίοδο 1998-2002. Σύφωνα με την έκθεση του SIPRI (τα στοιχεία αναφέρονται στο σύνολο των διεθνών δαπανών για τον εξοπλισμό), η Κίνα αποτέλεσε τον μεγαλύτερο εισαγωγέα όπλων αντιπροσωπεύοντας το 12% της παγκόσμιας αγοράς. Ακολουθούν η Ινδία, τα Εμιράτα, η Ελλάδα κι η Νότια Κορέα. Για την ίδια περίοδο, οι μεγαλύτεροι προμηθευτές όπλων παραμένουν τα τέσσερα από τα πέντε μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας: ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Μ. Βρετανία και Γερμανία. Η ετήσια πτώση στις διακινήσεις όπλων (πωλήσεις, δωρεές και οπλικά συστήματα με τη μορφή αρωγής) στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι πωλήσεις μικρών όπλων, σημειώνεται έπειτα από μία εξαετία διαρκούς αύξησης. «Είναι νωρίς να πούμε εάν διαπιστώνεται η έναρξη μιας νέας πτωτικής τάσης στις αγορές όπλων, ή απλώς είναι ένα παροδικό φαινόμενο», τονίζει ο ερευνητής του SIPRI, Μαρκ Μπρόμλεϊ. «Οι εισαγωγές ρωσικών όπλων από την Κίνα έχει μειωθεί», τονίζει το Κέντρο, αποδίδοντας τη μείωση στη μεγάλη ανανέωση οπλισμού, στην οποία είχε προβεί η χώρα στις αρχές του αιώνα, οπότε δεν έχει άμεση ανάγκη για αντικατάσταση, αλλά και στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής. Ενας άλλος παράγοντας για την επιβράδυνση ενδέχεται να είναι η ανησυχία της Ρωσίας για την παράδοση οπλικής τεχνολογίας, η οποία θα μπορούσε ν' αντιγραφεί και να προωθηθεί στο ρωσικό μερίδιο της αγοράς. Μολονότι οι παραδόσεις μειώθηκαν, οι παραγγελίες παραμένουν σε υψηλά επίπεδα κι ελάχιστες είναι οι ενδείξεις για μία απίσχνανση της αγοράς. Διότι, ενώ μειώνεται το μερίδιο που κρατεί η Κίνα, άλλες χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία ή η Ταϊβάν, φέρονται έτοιμες να συμπληρώσουν το κενό αυτό.

Ανακοίνωση της Ακαδημίας Αθηνών για την Ιστορική Μακεδονία και πρόταση λύσης



Alkimos archive:
Η Ακαδημία Αθηνών, κρίνοντας, εν επιγνώσει της επιστημονικής αποστολής της, ότι η οριστική επίλυση του θέματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ είναι εφικτή εφόσον και μόνον βασιστεί στην επακριβή στάθμιση των πραγματικών δεδομένων, διατυπώνει τεκμηριωμένη, δημόσια ήδη, την άποψή της. Θεωρεί, εξ άλλου, ότι αποτελεί ευτυχές γεγονός ότι η ανάδειξη της επιστημονικής αλήθειας, όχι μόνο είναι συμβατή με την πραγματική κατάσταση, αλλά και προσφέρεται για να συμβάλει στη διασφάλιση της σταθερότητας και της ειρήνης σε μια περιοχή σκληρά δοκιμασμένη κατά το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν.
.
-Η Μακεδονία αποτελεί σήμερα γεωγραφική ζώνη, τα όρια της οποίας εκτείνονται σε περισσότερα του ενός κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το αρχαίο ελληνικό όνομα «Μακεδονία» φέρει μία συγκεκριμένη περιφέρεια της σύγχρονης Ελλάδος. Υπό το όνομα Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΣΔΜ) λειτούργησε ένα από τα ομόσπονδα κράτη που συναποτελούσαν την πρώην Γιουγκοσλαβία. Το όνομα όμως της Μακεδονίας έφερε, αρχικά, επί μακρούς αιώνες κατά την αρχαιότητα, η περιοχή, η οποία ταυτίζεται - κατά περίπου 90% - με τη σημερινή ελληνική επαρχία της Μακεδονίας. Η τυχόν απόδοση του ονόματος αυτού σε ένα ανεξάρτητο κράτος, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό που να αντανακλά σαφώς τις γεωγραφικές και ιστορικές αυτές πραγματικότητες, συνεπάγεται τον κίνδυνο να διεκδικήσει το συγκεκριμένο κράτος, και μάλιστα κατ' αποκλειστικότητα, τη χρήση του όρου «Μακεδονία» ή των παραγώγων του στην ιστορία, τον πολιτισμό, τις εκδηλώσεις της καθημερινής πολιτικής και κοινωνικής ζωής κλπ.
.
- Συγκεκριμένα, η κλασσική Μακεδονία του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου εκτεινόταν προς βορρά στα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, καθώς και σε ολίγα χιλιόμετρα εντός της ΠΓΔΜ και της Βουλγαρίας. Μέσω κάθε μορφής ιστορικών πηγών και αρχαιολογικών ευρημάτων μαρτυρείται ότι οι τότε Μακεδόνες συμπεριελάμβαναν την επικράτειά τους μεταξύ των άλλων ελληνικών χωρών. Τα πρώτα σλαβικά φύλα, τα οποία, αυτονόητα, ουδεμία είχαν σχέση με τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, κατήλθαν στην Βαλκανική μετά δέκα αιώνες, κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα.
.
Η παραμονή τους έκτοτε στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου συνέβαλε στη βαθμιαία διαμόρφωση των σλαβικών εθνών χωρίς να υπάρξει έως τη σύσταση, κατά τον 19ο αιώνα, και την πρώτη ανάπτυξη των σλαβικών κρατών της περιοχής - της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας -, αναφορά σε ιδιαίτερο «Μακεδονικό» έθνος. Χαρακτηριστικά, ακόμη και κατά την επαύριο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ούτε οι εκπρόσωποι των βαλκανικών κρατών, αλλά ούτε και οι οικοδόμοι της ειρήνης- προεξάρχων ο Γούντροου Ουίλσον -, οραματιστές μιας διεθνούς κοινωνίας συγκείμενης ακριβώς από κράτη- έθνη, έκαμαν την παραμικρή νύξη σε έθνος «Μακεδόνων». Η ύπαρξή του επιδιώχθηκε να τεκμηριωθεί στο πλαίσιο της συγκρότησης από το στρατάρχη Τίτο της νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας κατά την επαύριο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η επιτυχία, μάλιστα, του τολμηρού εγχειρήματος της εθνικής μετάλλαξης των Σλάβων κατοίκων της συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης θα ήταν άκρως δυσχερής χωρίς την προπαγάνδα που επί ήμισυ, σχεδόν, αιώνα ασκήθηκε υπό καθεστώς ολοκληρωτικό.
.
- Η «γεωγραφική» έννοια που έχει προσδοθεί στον όρο Μακεδονία υπήρξε ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εθνολογική, κρατική ή, έστω, και διοικητική διαίρεση στο χώρο της νότιας Βαλκανικής. Κατά την μακραίωνη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας τη συγκεκριμένη περιφέρεια συνέθεταν τα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και τμήμα του βιλαετίου του Κοσσόβου - όπου και εντασσόταν το σαντζάκιο των Σκοπίων. Η επέκταση των γεωγραφικών ορίων της «ιστορικής» Μακεδονίας προς βορρά συνδέθηκε, μετά την Αναγέννηση, με την αποτύπωση της περιοχής από τους πρώτους Ευρωπαίους χαρτογράφους βάσει της αντίληψης που είχε επικρατήσει κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
.
Ο χαρακτηρισμός εν τούτοις των κατοίκων της περιοχής αυτής ως Μακεδόνων δεν προσέλαβε εθνικό περιεχόμενο κατά τους νεώτερους χρόνους έως και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η προβολή, κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, των σερβικών και βουλγαρικών διεκδικήσεων επί των εδαφών που κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από το σλαβικό στοιχείο συνάπτεται οπωσδήποτε με το γεγονός της πληθυσμικής υπεροχής στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη. Είναι όμως αυτονόητη η εφαρμογή της ίδιας αρχής και στα περισσότερο εκτεταμένα εδάφη της νότιας Μακεδονίας που κατοικούνται από Έλληνες.
.
- Τα διδάγματα που θα ήταν νοητό να αντληθούν από την έγκυρη αναφορά στο ιστορικό παρελθόν συμπίπτουν με την επιβεβλημένη συνηγορία υπέρ της επιβολής λύσης εξυπηρετικής για τη σταθερότητα και την ειρήνη της περιοχής. Η ανακίνηση παρωχημένων επεκτατικών βλέψεων θα συνδυαζόταν μοιραία με τη τεχνητή κατασκευή μιας και μόνης Μακεδονίας. Αντίθετα, η συστηματική έρευνα καταδεικνύει ότι η θεραπεία της αλήθειας, αλλά και η εξυπηρέτηση των σύγχρονων αναγκών της συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης, καθώς και του ευρύτερου χώρου που την περιβάλλει, υπαγορεύει την εξεύρεση σύνθετης ονομασίας με περιεχόμενο γεωγραφικό, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τη διαφοροποίηση μεταξύ της αρχαίας Μακεδονίας και του κράτους της ΠΓΔΜ.
.
Σήμερα, το ζωηρό ενδιαφέρον των Ελλήνων δεν υποδηλώνει την επιθυμία να προσβάλουν δικαιώματα, έστω και πρόσφατα κεκτημένα, των βόρειων γειτόνων τους: επί του θέματος αυτού, σαφής είναι η στάση της υπεύθυνης κυβέρνησης και του συντριπτικά μείζονος τμήματος του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος. Υποδηλώνει όμως την ανησυχία της κοινής γνώμης ενώπιον μας ακραίας πρόκλησης από την πλευρά των Σκοπίων, τα οποία τείνουν - όπως αποδεικνύουν ακόμη και τα εν ισχύι διδακτικά εγχειρίδια - όχι μόνο να οικειοποιηθούν, άλλα και να μονοπωλήσουν την ιστορία, τα πολιτιστικά επιτεύγματα, τα σύμβολα - ακόμη και τα αρχαία -, τα μνημεία και τα πρόσωπα που έδρασαν κατά το παρελθόν στο μακεδονικό χώρο. Είναι αυτονόητο ότι η εκδήλωση καλής θέλησης από την πλευρά οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης δεν αρκεί για να υπερκεράσει καθεαυτό το γεγονός ή τις επιπτώσεις ενός ανάλογου εθνικιστικού παροξυσμού που έχει τεχνηέντως καλλιεργηθεί κατά την μεταπολεμική περίοδο.
.
Οι διαπιστώσεις αυτές υπαγορεύουν την υιοθέτηση λύσης του επίμαχου προβλήματος, η οποία δεν θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί μονομερής. Η Ελλάδα εμμένει σταθερά σε μία θέση, η οποία οδηγεί στην παγίωση της ειρηνικής συμβίωσης και συνεργασίας μεταξύ των λαών της νότιας Βαλκανικής. Η επιλογή, αντ' αυτής, της παράτασης του αδιεξόδου περί την ονομασία της ΠΓΔΜ, όχι μόνο εκτρέφει βλέψεις εξακολουθητικά επεκτατικές, αλλά και διαιωνίζει ή και επιτείνει την γενικότερη αστάθεια σε περιφερειακή κλίμακα, ειδικότερη ή ευρύτερη. Η πρόταξη, κατά ταύτα, της τρέχουσας γεωγραφικής πραγματικότητας δεν είναι μεν πάντοτε συμβατή με τα ιστορικά δρώμενα, ιδιαίτερα κατά τους αρχαίους χρόνους, αλλά προσφέρεται για να οδηγήσει στην έντιμη, οριστική και εφεξής αδιαφιλονίκητη ρύθμιση του προβλήματος.

Ελλάς Ελλήνων Δανειοληπτών

imerisia.gr - 5 στους 10 παίρνουν δάνειο για αγορά σπιτιού - �:

5 στους 10 παίρνουν δάνειο για αγορά σπιτιού
5 στους 10 παίρνουν δάνειο για αγορά σπιτιού

Η αγορά κατοικίας είναι ο λόγος προσφυγής στον τραπεζικό δανεισμό σχεδόν για τους μισούς δανειολήπτες, ενώ και το ένα τρίτο των υπόλοιπων που δεν έχει ακόμη εμπλακεί σε ανάλογες διαδικασίες δηλώνει ότι θα έπαιρνε δάνειο για τον ίδιο λόγο. Μόνο ο ένας στους τέσσερις αυτών που δεν έχουν υποκύψει ακόμη στον πειρασμό του δανεισμού, δηλώνει ότι δεν θα έπαιρνε ποτέ δάνειο.Οι οκτώ στους δέκα δανειολήπτες θεωρούν ότι πήραν πολύ εύκολα δάνειο, αλλά το 24% δηλώνει ότι δυσκολεύεται αρκετά ή πολύ για την αποπληρωμή του δανείου που έχει λάβει.

Ερευνα
Τα παραπάνω αποτελούν τα βασικότερα ευρήματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε από την GPO για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, η οποία παρουσιάστηκε χθες σε ημερίδα για τις σχέσεις των τραπεζών με τους καταναλωτές. Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων:

  • Το 47,2% των καταναλωτών που έχουν ήδη πάρει δάνειο, το πήραν με σκοπό την αγορά κατοικίας. Το 19,7% των καταναλωτών κατέφυγε στη λύση του δανείου για επαγγελματικούς λόγους, το 15,2% για αγορά αυτοκινήτου, το 11,7% για την εξυπηρέτηση κάποιας έκτακτης ανάγκης (π.χ. ιατρικοί λόγοι) και το 11,4% για την αγορά άλλου αγαθού.
  • Από το σύνολο των ερωτηθέντων, το 36,1% δήλωσε ότι έχει πάρει δάνειο από κάποια τράπεζα. Από το υπόλοιπο 63,9% που δεν ανήκει στην «οικογένεια» των δανειοληπτών, ο ένας στους τρεις δηλώνει ότι θα έπαιρνε δάνειο για την αγορά κατοικίας και ο ένας στους τέσσερις για την εξυπηρέτηση κάποιας έκτακτης ανάγκης (π.χ. ιατρικής), αλλά το 26% αυτών δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να πάρει ποτέ δάνειο.

    Οπως προαναφέραμε, το 24% των δανειοληπτών δηλώνει ότι δυσκολεύεται για την αποπληρωμή του δανείου. Στους μικρούς δανειολήπτες, με δάνεια κάτω από 10.000 ευρώ, το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 28,2%. Ακολουθούν οι δανειολήπτες με δάνεια πάνω από 100.000 ευρώ, με ποσοστό 27,7%. Σε ό,τι αφορά τις πιστωτικές κάρτες, το 12% των κατόχων δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να πληρώσουν τη μηνιαία δόση.

    Αναφορικά με το ύψος των δανείων, το 23,9% των δανειοληπτών δηλώνουν ότι το ποσό του δανείου τους είναι χαμηλότερο από 10.000 ευρώ. Για το 39,2% των δανειοληπτών το δάνειο κυμαίνεται από 10.000 έως 50.000 ευρώ, για το 28,9% από 50.000 - 200.000 ευρώ.

    Το 4,8% των ερωτηθέντων έχουν δανειστεί πάνω από 200.000 ευρώ. Ομως, οι τράπεζες φαίνεται να υστερούν σημαντικά στον τομέα που σχετίζεται με το «κοινωνικό» τους προφίλ.

    Οι οκτώ στους δέκα ερωτηθέντες δηλώνουν ότι οι τράπεζες δεν ενδιαφέρονται για το κοινωνικό σύνολο, ενώ οι επτά στους δέκα υποστηρίζουν ότι λειτουργούν ασύδοτα και χωρίς κανένα έλεγχο από την πολιτεία.

  • Οψεις Υπανάπτυξης

    http://anamorfosis.net/wp-content/uploads/2007/06/eikona_0_9.jpg
    Τα παρακάτω στοιχεία δείχνουν με τον χειρότερο τρόπο τις όψεις υπανάπτυξης της Ελληνικής περιφέρειας και υδροκέφαλης παρουσίας των αστικών κέντρων της Αθήνας και Θεσσαλονίκης, που μέσω κρατικών κονδυλίων, συγκέντρωσαν απο τις αρχές του αιώνα τα κύματα της Ελληνικής Εσωτερικής μετανάστευσης. Η επαναφορά των πληθυσμών στους τόπους καταγωγής τους-ή εσωτερικός αντιΛωζανισμός- πρέπει να είναι στα άμεσα σχέδια της ελληνικής πολιτείας, ειδικά τώρα που ακούγονται επίμονα οι φωνές των Μακεδονικών και λοιπών εθνοτήτων.

    το άρθρο του έθνους
    v4.ethnos.gr - Το μισό ΑΕΠ της χώρας παράγεται στην Αττική:

    Σε... μαρασμό οδηγείται η περιφέρεια καθώς στις φτωχότερες περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδας, της Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, του Βορείου Αιγαίου και της Ηπείρου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετά βίας φτάνει το μισό του αντίστοιχου της Αττικής.

    Επιπρόσθετα, η ψαλίδα μεταξύ «φτωχών» και «πλουσίων» ανοίγει, αν υπολογιστεί πως στις εύπορες περιφέρειες της Αττικής και της Στερεάς Ελλάδας το κατά κεφαλή Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς χρόνο με τον χρόνο.

    Εξάλλου, το μισό ΑΕΠ της Ελλάδας παράγεται στην Αττική, ενώ ο τριτογενής τομέας πρωταγωνιστεί στην οικονομική δραστηριότητα παράγοντας το 72%.

    Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας για τους περιφερειακούς λογαριασμούς 2004 - 2006. Ειδικότερα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο σύνολο της χώρας ανήλθε σε 19.194 ευρώ έχοντας καταγράψει αύξηση 7,3% σε σύγκριση με το 2005.


    Η «πυραμίδα»
    Στις κορυφαίες θέσεις της πυραμίδας των «πλουσίων» βρίσκονται Αττική, Στ. Ελλάδα και Ν. Αιγαίο με 26.212, 20.645 και 18.475 ευρώ αντίστοιχα.

    Η Πελοπόννησος πλησιάζει την πρώτη τριάδα με 17.204 ευρώ αλλά και τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης (έως και 11,4%) στο εξεταζόμενο διάστημα.

    Στον αντίποδα η Δυτική Ελλάδα παραμένει καθ όλη τη διάρκεια της τριετίας η φτωχότερη περιφέρεια με κατά κεφαλή ΑΕΠ μόλις 11.548 ευρώ.

    Στην ίδια περίπου μοίρα βρίσκονται Αν. Μακεδονία & Θράκη με 12.506 ευρώ, Βόρειο Αιγαίο με 13.261 ευρώ και Ηπειρος με 13.373 ευρώ.

    Κατά τα λοιπά Αττική και Κεντρική Μακεδονία παράγουν μαζί το 63,2% του συνολικού ελληνικού ΑΕΠ, με την Αττική να παράγει το 49,2% και την Κ. Μακεδονία το 14%. Αυτό σημαίνει ότι η Αττική εισέφερε 105,3 δισ. ευρώ, σε σύνολο 213,9 δισ. ευρώ που ήταν το συνολικό ΑΕΠ, και η Κ. Μακεδονία 29,8 δισ. ευρώ.

    Η συγκέντρωση της παραγωγής του ΑΕΠ σε Αττική και σε Κ. Μακεδονία είναι ενδεικτική των αναχρονιστικών δομών διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας η οποία στηρίζεται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, εις βάρος της υπόλοιπης περιφέρειας.

    Εξάλλου από τα στοιχεία προκύπτει επίσης πως η ελληνική οικονομία στηρίζεται κυρίως στον τριτογενή τομέα, που συμμετέχει κατά 72% στην παραγωγή του εγχώριου προϊόντος. Η συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα έφθασε το 2006 στο 24,2%, από 22,2% ένα χρόνο πριν ενώ αυτή του πρωτογενούς τομέα μειώθηκε ακόμη περισσότερο στο 3,7% αντί του 4,3% που ήταν το 2005.